περιφλεύω — Α περικαίω, τσουρουφλίζω από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + *φλεύω «φλέγω, καίω» (βλ. λ. φλεύω)] … Dictionary of Greek
περιφλεύει — περιφλεύω scorch pres ind mp 2nd sg περιφλεύω scorch pres ind act 3rd sg περιφλεύω scorch pres ind mp 2nd sg περιφλεύω scorch pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπεφλευσμένων — περιφλεύω scorch perf part mp fem gen pl περιφλεύω scorch perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφλευσθεῖσα — περιφλεύω scorch aor part pass fem nom/voc sg περιφλεύω scorch aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφλεῦσαι — περιφλεύω scorch aor inf act περιφλεύω scorch aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφλευσμός — ὁ, Α [περιφλεύω] η περίκαυση, το τσουρούφλισμα … Dictionary of Greek
περιφλύω — Α 1. (για κεραυνό) απανθρακώνω 2. (για την ράβδο τού Ααρών) κάνω να βλαστήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεφθαρμένο τ. τού περιφλεύω*] … Dictionary of Greek